στοιβακτός
Смотреть что такое "στοιβακτός" в других словарях:
στοιβακτός — ή, ό, Ν βλ. στοιβαχτός … Dictionary of Greek
στοιβαχτός — και στοιβακτός, ή, ό, Ν [στοιβάζω] 1. τοποθετημένος κατά στοίβες, στοιβαγμένος, συσσωρευμένος 2. συνεκδ. συμπεπιεσμένος, στρυμωγμένος, στρυμωχτός … Dictionary of Greek